Canned Heat



Λοιπόν σήμερα και πάλι τον λόγο έχουν τα blues αράξτε αναπαυτικά να το τσουλήσουμε παρέα και καλή  ανάγνωση.

Canned Heat.


Λος Άντζελες  1965, είμαστε στο ξεκίνημα δυο καλών φίλων, μέσα από την κοινότητα των συλλεκτών της μπλουζ. Ο Bob Hite συνέλεγε δίσκους από τα εφηβικά του χρόνια και το σπίτι του στο Topanga Canyon αποτελούσε σημείο συνάντησης για ανθρώπους με ενδιαφέρον για την blues μουσική ,(με την μεγαλύτερη συλλογή blues δίσκων για εκείνη την εποχή) και την ασίγαστη φλόγα στην προσπάθειά τους, να προωθήσουν το ενδιαφέρον του κοινού για το συγκεκριμένο είδος μουσικής αλλά και για τους αυθεντικούς δημιουργούς.

 Αναφέρομαι στους Alan Wilson “Blind Owl”  και Bob Hite "The Bear".

Τα πάντα blues, ακόμα και η ονομασία της μπάντας δεν είναι κάτι στην τύχη ή κάτι εμπορικό και πιασάρικο, το Canned Heat προέρχεται από τον τίτλο του τραγουδιού Canned Heat Blues του θρύλου της blues Tommy Johnson όπου γεννήθηκε στο Tέρι της επαρχίας Xίντς, του Μισισιπή το 1896.

Το τραγούδι Canned Heat Blues ήταν αυτοβιογραφικό για τον Tommy Johnson και αναφέρεται σε ένα


άλλο πάθος εκτός από τα blues, ένα πάθος που τον σκότωσε πολύ νέο,το αλκοόλ .

Η ανάγκη του για αλκοόλ έφτανε σε τέτοιο βαθμό, που όταν του τελείωνε ,κατανάλωνε μέχρι και το γνωστό για την εποχή του με την εμπορική ονομασία του ΄sterno’γνωστό ως Cooking Fuel ιδιαίτερα επίσης γνωστό ως canned heat, ένα  προϊόν με περιεκτικότητα  95 βαθμών αλκοόλ, που το χρησιμοποιούσαν, σαν εστία μαγειρέματος, ακόμα και σαν μια εύκολη λύση για έναν ταξιδιώτη, να ανάψει  γρήγορα μια φωτιά για να ζεσταθεί ,μια και ήταν ιδιαίτερα εύφλεκτο .

Αυτή λοιπόν  η ακατανίκητη ανάγκη για αλκοόλ , ήταν και η αιτία να γράψει αυτό το αυτοβιογραφικό τραγούδι και προς τιμή αυτού του θρύλου της blues, οι Alan Wilson και Bob Hite έδωσαν αυτό το όνομα στην μπάντα τους ‘‘CANNED HEAT’’

Τo αρχικό σχήμα ήταν ο Bob Hite στα φωνητικά, ο Alan Wilson στην bottleneck slide κιθάρα, ο Mike


Perlowin στην κιθάρα, ο Stu Brotman στο μπάσο και ο Keith Sawyer στα ντραμς.

Ο Perlowin κι ο Sawyer αποχώρησαν σε λίγες μόλις μέρες κι έτσι ο κιθαρίστας kenny Edwards (φίλος του Wilson) αντικαστησε τον Perlowin ενώ ο Ron Holmes δέχτηκε να κάτσει πίσω από τα τύμπανα έως ότου βρεθεί μόνιμος αντικαταστάτης.

Ένας άλλος φίλος του Bob, o Henry "The Sunflower" Vestine (ο οποίος είχε εκδιωχθεί από τους Mothers of Invention του Zappa, για βαρειά χρήση ναρκωτικών ζήτησε να προσχωρήσει στο συγκρότημα ενώ ο Edwards παρέμεινε σε προσωρινή βάση. Σύντομα όμως ο Edwards αποχώρησε (για να σχηματίσει τους Stone Poneys με τη Lisa Ronstandt ενώ την ίδια εποχή ο Frank Cook έγινε ο μόνιμος ντράμερ στη θέση του Holmes. O Cook είχε αξιοσημείωτη επαγγελματική προϋπηρεσία με θητεία δίπλα σε πρωτοπόρους της τζαζ όπως ο μπασίστας Charlie Haden, o τρομπετίστας Chet Baker και ο πιανιστας Elmo Hope, ενώ είχε συνεργαστεί και με καλλιτέχνες της soul/pop σκηνής όπως η Shirley Ellis και η Dobie Gray.

Έπειτα από εμφανίσεις στο Monterey και το Woodstock στα τέλη του '60 το συγκρότημα απέκτησε διεθνή φήμη.

Η μουσική και η στάση του συγκροτήματος του επέτρεψε να αποκτήσει ένα ευρύ κοινό και να καθιερωθεί ως ένα από τα πλέον δημοφιλή σχήματα της εποχής των χίπις. Οι Canned Heat εμφανίστηκαν στα περισσότερα εκ των κορυφαίων μουσικών γεγονότων στα τέλη της δεκαετίας του 60 και έδωσαν  επί σκηνής μια σειρά από εκρηκτικές εμφανίσεις παρουσιάζοντας διασκευές σε παλιά πασίγνωστα μπλουζ κομμάτια αλλά και δικό τους υλικό ενώ ενίοτε "ξέφευγαν" και σε μακροσκελή ψυχεδελικά σόλο. Ενώ τα τραγούδια , "Going Up The Country" και "On The Road Again" έγιναν διεθνείς επιτυχίες. Το "Going Up the Country" ήταν μια διασκευή του "Bull Doze Blues" του Henry Thomas, γραμμένο το 1928 .

Σύντομα η μπάντα έγινε ένα διαμάντι από εκπληκτικούς μουσικούς με την είσοδο του (Henry Charles Vestine)“The Sunflower” πρώιν μέλος της μπάντας Frank Zappa’s Mothers of Invention όπως ανεφερα και ποιο πάνω και λίγο αργότερα ο (Harvey Mandel) άλλος ένα φανατικός συλλέκτης blues δίσκων.

Παράλληλα με την είσοδο του Larry Taylor “The Mole”  στο μπάσο ερχόμενος  από τους Jerry Lee Lewis and The Monkees και του Adolfo de la Parra “Fito”  στα drums ο De la Parra όπου ήταν το μόνο μέλος από το αρχικό  lineup της μπάντας το 1960, καθώς επίσης για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα οι Larry Taylor,  του οποίου η παρουσία στην μπάντα δεν υπήρξε σταθερή όντας όμως ένας βασικός από το νεότερο lineup της μπάντας .  

Ο Walter Trout και Τζούνιορ Watson είναι μεταξύ των κιθαριστών που έκτισαν τη φήμη τους παίζοντας  σε μεταγενέστερα  lineup της μπάντας. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρξε και ο Βρετανός blues πρωτοπόρος John Mayall όπου μέσα από τους Canned Heat ,αποχωρώντας ,βρήκε μουσικούς (πρώην μέλη) των Canned Heat για το συγκρότημά του(Blues Breakers.)

O παραγωγός Jοhnny Otis ( ο δικός μας Γιάννης Βελιώτης ) ηχογράφησε τον πρώτο (ακυκλοφόρητο) δίσκο του συγκροτήματος του 1966 - που αποτελούσαν πλέον οι Hite, Wilson, Cook, Vestine, και Brotman - ο οποίος όμως, δεν βγήκε στην αγορά παρά μόνο το 1970 από την Janus Records με τον τίτλο Vintage Heat. O Οtis ηχογράφησε μια ντουζίνα τραγούδια μεταξύ των οποίων δύο εκδοχές του ''Rollin and Tumblin" (με και χωρίς φυσαρμόνικα), το "Spoonfull" του Willie Dixon και το "Louise" του "John Lee Hooker", όλα από το στούντιό του στη Vine Str του

Λος Άντζελες.


 Έπειτα από ένα διάλειμμα το καλοκαίρι του 1966, ο Brotman παραιτήθηκε αφού ειχε υπογράψει ένα μακροχρόνιο συμβόλαιο στο Φρέσνο με ένα σχήμα που περιελάμβανε ανατολικούς χορούς.

Οι Canned Heat ήρθαν σε επαφή με τον Brotman, επισημαίνοντάς του ένα συμβόλαιο με τη δισκογραφική που έπρεπε να υπογραφεί την επόμενη κιόλας μέρα αλλά ο Brotman δεν ήταν διαθέσιμος σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Ο Brotman τελικά κατέληξε στο συγκρότημα εθνικ μουσικής Kaleidoscope αντικαθιστώντας τον Criss Darrow Τη θέση του Brotman στους Canned Heat πήρε ο Mark Andes ο οποίος όμως παρέμεινε για δύο μήνες προτού επιστρέψει στους προηγούμενους συνεργάτες του στους Red Rooster oι οποίοι μετονομάστηκαν σε Spirit Rebellious και αργότερα σε Spirit, (για να σας θυμίσω σε ποιους αναφέρομαι είναι η μπάντα που αξιώθηκε εναντίον των LED ZEPPELIN για το Stairway To Heaven).

Αφού ενωσαν τις δυνάμεις τους με τους μάνατζερ Skip Taylor και John Hartmann  οι Canned Heat βρήκαν επιτέλους ένα μόνιμο μπασίστα στο πρόσωπο του Larry Taylor που εισχώρησε στις τάξεις τους το Μάρτιο του. Ήταν πρών ντράμμερ των Moondogs και αδερφός του ντράμερ των Ventures, Mel Taylor, με αξιολογη θητεία στη σκηνή δίπλα στον Jerry Lee Lewis και τον Chuck Berry και δισκογραφικά μαζί με τους Monkees.

Με αυτή τη σύνθεση (Hite, Wilson, Vestine, Taylor, Cook) το συγκρότημα ξεκίνησε ηχογραφήσεις τον Απρίλιο του 1967 για τη Liberty Records. Το ''Rollin and Tumblin" με το "Bullfrog Blues" ως δεύτερη πλευρά αποτέλεσε το πρώτο single των Canned Heat. To πρώτο επίσημο άλμπουμ με την ονομασία "Canned Heat" κυκλοφόρησε τρεις μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1967. Όλα τα κομμάτια αποτελούσαν διασκευές παλιών μπλουζ τραγουδιών. Η εφημερίδα Los Angeles Free Press ανέφερε " To συγκρότημα το'χει !!! Θα τα πάνε μια χαρά, τόσο στη σκηνή όσο και στο στούντιο".Οι Canned Heat τα πήγαν αρκετά καλά και εμπορικά, φτάνοντας στη 76η θέση του Billboard chart.

Η πρώτη μεγάλη ζωντανή εμφάνιση των Canned Heat ήταν στο Monterey Pop Festival ,στις 17 Ιουνίου του 1967. Μια φωτογραφία του συγκροτήματος από αυτή τη συναυλία εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού Down Beat Magazine που σε άρθρο του που νόμιζε ότι εξήρε το παίξιμό τους, έγραψε ένα παντελώς άστοχο και προσβλητικό σχόλιο.

" Τεχνικά οι Vestine και Wilson είναι ίσως το καλύτερο καθαριστικό δίδυμο στον κόσμο και ο Wilson είναι ο λευκός που παίζει την καλύτερη φυσαρμόνικα .Mαζί με το δυναμικό Bob Hite στα φωνητικά απέδωσαν το ιδίωμα του Country and Blues των 50ς με τέτοια δεξιοτεχνία που κατέστησαν το ερώτημα "σε ποια φυλή ανήκει αυτή η μουσική?’’

Το περίφημο ντοκιμαντέρ του D.A. Pennebaker αποθανάτισε το "Rollin and Tumblin" καθώς και δυο ακόμα τραγούδια από το σετ, τα "Bullfrog Blues" και "Dust my Broom" τα οποία συμπεριλήφθηκαν  σε ένα box set που κυκλοφόρησε το 1992. Οι Heat επίσης ήταν μέρος ενός δίσκου με το όνομα ''Early LA".

Οι Canned Heat εντωμεταξύ είχαν αρχίσει να γίνονται διαβόητοι ως "τα κακά παιδιά της ροκ"  έπειτα από μια φυλάκιση στο Ντένβερ του Κολοράντο, αφού ένας χαφιές της αστυνομίας παρουσίασε στοιχεία που επέτρεπαν την κράτησή τους για κατοχή ναρκωτικών. Το περιστατικό αυτό καταγράφεται στο τραγούδι My Crime". Ο μάνατζερ του συγκροτήματος Skip Taylor αναγκάστηκε να πουλήσει τα δικαιώματα των κυκλοφοριών στον Al Bennett, πρόεδρο της Liberty Records, προκειμένου να συγκεντρώσει το ποσό των 10.000 δολαρίων που απαιτούταν ως εγγύηση για την απελευθέρωση της μπάντας.

'Έπειτα από το περιστατικό του Ντενβερ ο Frank Cook αντικαταστάθηκε από τον de la Parra  ο οποίος έπαιζε ντραμς για τους Bluesberry Jam (αργότερα μετεξελίχθηκαν σε Pacific Gas & Electric). Ως επίσημο μέλος των Canned Heat, o de la Parra έπαιξε στην πρώτη συναυλία του συγκροτήματος το Δεκέμβρη του 1967 όπου και μοιράστηκαν την πρώτη θέση με τους Doors στο Los Angeles Auditorium.

Αυτό αποτέλεσε και την αρχή αυτού που ο de la Parra αποκαλεί την κλασσική και καλύτερη σύνθεση του σχήματος που ηχογράφησε τα καλύτερα και πιο γνωστά τραγούδια της καριέρας τους.

Στη διάρκεια αυτής της συνθεσης ο Skip Taylor και ο John Hartmann εισήγαγαν τα παρατσούκλια για τα μελή του συγκροτήματος.

Bob "The Bear" Hite

Alan "Blind Owl" Wilson

Henry "Sunflower" Vestine (και αργότερα Harvey "The Snake" Mandel)

Larry "The Mole" Taylor

Adolfo "Fito" de la Parra

Το δεύτερο άλμπουμ περιελάμβανε την επιτυχία ''On The Road Again".

Το "On the Road Again" προσαρμόστηκε από τον Alan Wilson, από ένα τραγούδι με το ίδιο όνομα που ηχογραφήθηκε το 1953 από τον Floyd Jones . Ενώ καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι   και το τραγούδι του Jones ήταν μια προσαρμογή  του«Big Road Blues", που ηχογραφήθηκε το 1928 από τον Tommy Johnson.

Η ικανότητα του Al Wilson στη φυσαρμόνικα φαίνεται στη μέση του κομματιού  του «On the road again» όπου στο γνωστό λυρικό σόλο παίζει ένα σολ στη μέση του εύρους της «λα» φυσαρμόνικάς του.

Μια στάνταρ διατονική «λα» φυσαρμόνικα διαθέτει μια σολ δίεση αλλά όχι σολ . Είναι αδύνατο να κάνει “bend” το σολ δίεση σε αυτήν την οκτάβα, επομένως, ας δούμε τεχνικά πως το...κατάφερε !

Πολλές εκδοχές υπάρχουν :   Ίσως έπαιξε ένα “overblow”! Αυτό θα ήταν δυνατόν αφου άλλοι φυσαρμονικίστες είχαν αρχίσει να ανακαλύπτουν τα overblows (και το overblow της 6ης τρύπας στη «λα» φυσαρμόνικα δίνει σολ ). Όμως το slide down από αυτή την νότα περιλαμβάνει ένα γρήγορο ασαφές πέρασμα από το ρε (ρούφηγμα στο 5) και το σι (ρούφηγμα στο 4). Αν λοιπόν έπρεπε να γυρίσει από ένα overblow σε ένα ρούφηγμα θα υπήρχε μια ασυνέχεια σε αυτή την φράση. Αρκετοί που γνώριζαν τον Al Wilson είπαν ότι κάποιες φορές «βάραινε» τεχνητά το άκρο του ελάσματος της 7ης τρύπας στο ρούφηγμα ώστε να «κατεβάσει» την συχνότητά του κατά ένα ημιτόνιο, όμως αν ήταν έτσι,  τότε αυτό το slide down θα περιελάμβανε και ένα φα δίεση (ρούφηγμα στο 6) όταν, ακούγοντας το σε αργή ταχύτητα, δείχνει ότι δεν υπάρχει αυτούσια νότα φα δίεση.  

Η εξήγηση είναι ότι «ξανακούρδισε» τονικά το έλασμα της 6ης τρύπας στο ρούφηγμα, σηκώνοντάς το κατά ένα ημιτόνιο ώστε να του δώσει σολ. Αυτό ταιριάζει με τις νότες που παράγονται από το slide down αυτής της νότας.

Ο Wilson παίζει την ξανακερδισμένη τρύπα 6 στο ρούφηγμα για να δώσει σολ, στο οποίο κατόπιν κάνει περαιτέρω bend κάτω σε ένα flat φα δίεση ακολουθούμενο από το ρε (ρούφηγμα στο 5) και το σι (ρούφηγμα στο 4). Χρησιμοποίησε δε ένα παρεμφερές κούρδισμα σε άλλα τραγούδια, όπως στο "TV Mama"και στο "Nine Below Zero".

Ετσι λοιπόν εγιναν τα πράγματα και το  On the road again  έγινε ενα από τα μεγαλύτερα hits με φυσαρμόνικα και συγχρόνως ένα από τα πρώτα ηχογραφημένα παραδείγματα μιας custom κουρδισμένης διατονικής φυσαρμόνικας! Η  έξοχη συλλογή "The Very Best of Canned Heat" περιλαμβάνει αυτό το τραγούδι και πολλά άλλα καλούδια....

Το "On The Road Again" αποτέλεσε την επιτυχία που τους καθιέρωσε και έγινε παγκόσμια επιτυχία σκαρφαλώνοντας στην πρώτη θέση σε πολλές αγορές ανά τον κόσμο, βάζοντας επιτέλους ένα μπλουζ τραγούδι στην κορυφή των charts. Ο δίσκος περιελάμβανε επίσης μια 12λεπτη εκδοχή του "Fried Hockey Boogie" (το οποιο αποδίδεται στον Larry Taylor αλλά προέρχεται εμφανώς από το ριφ του John Lee Hooker για το "Boogie Chillen").

Το τραγούδι αποτέλεσε όχημα για να επιδείξει κάθε μέλος τη δεξιοτεχνία του ενώ παράλληλα τους καθιέρωσε στο κοινό των χίπις ως τους "βασιλιάδες του boogie". To "Amphetamine Annie" του Hite (εμπνευσμένο από τις καταχρήσεις μίας γνωριμίας του) έγινε ένα από τα πιο γνωστά τους τραγούδια και ένα εμβληματικό τραγούδι κατά των ναρκωτικών εκείνης της δεκαετίας. (Αν και απουσιάζει από το εξώφυλλο του άλμπουμ), αυτός είναι ο πρώτος δίσκος στον οποίο συμμετέχει ο de la Parra.

Έπειτα από αυτή την επιτυχία ο Skip, o John και ένας νέος γνωστός τους, ο  Gary Essert, νοίκιασαν ένα κλαμπ στο Sunset Blvrd του Χόλυγουντ που ονόμασαν Kaleidoscope και αποτέλεσε κατουσίαν το μόνιμο στέκι των Canned Heat, ενώ φιλοξενούσε κι άλλα ονόματα όπως οι Jefferson Airplane, Grateful Dead, Buffalo Springfield και οι Sly and The Family Stone.

Επίσης, το Σεπτέμβρη του 1968, αφού έπαιξαν μπροστά σε ένα κοινό 80.000 ατόμων στο ετήσιο Newport Pop Festival, οι Canned Heat ξεκίνησαν την πρώτη ευρωπαϊκή τους περιοδεία. 'Ήταν ένας μήνας γεμάτος συναυλίες και εμφανίσεις σε μέσα για την προώθηση του δίσκου μεταξύ των οποίων και εμφανίσεις στο βρετανικό Top of the Pops (έτσι για την ιστορία, η μουσική της εκπομπής είναι μια θεσπέσια εκδοχή του whole lotta love από τον Alexis Korner) και το γερμανικό Beat Club όπου έπαιξαν πλέιμπακ το ''On the Road Again" το οποίο είχε φτάσει στην πρώτη θέση στα αντίστοιχα charts όπως και σε πολλές ακόμα ευρωπαϊκές χώρες.

Τον Οκτώβριο, το συγκρότημα κυκλοφόρησε τον τρίτο του δίσκο "Living the Blues" που περιελάμβανε το πιο γνωστό τους τραγούδι, "Going Up the Country". H εκδοχή του Wilson στο  "Bull-Doze Blues" του Henry Thomas ήταν στην πραγματικότητα μια διασκευή νότα προς νότα στο πρωτότυπο μέχρι και το ορχηστρικό ξέσπασμα του Thomas το οποιο ο Jim Horn έπαιξε με το φλάουτο. Ο Wilson ξαναέγραψε τους στίχους προκειμένου να συλλάβει το πνεύμα της εποχής για "επιστροφή στη φύση".  Το τραγούδι έφτασε στην πρώτη θέση σε 25 χώρες (11η θέση στην Αμερική) και έμελε να αποτελέσει το ανεπίσημο "σήμα" του Woodstock, όπως αποθανατίστηκε στο ντοκιμαντέρ του Michael Wadleigh. Το άλμπουμ περιελάμβανε επισης το 19λεπτο πειραματικό τραγουδι "Parthenogenesis",ένα ηχητικό κολάζ εννέα μερών με ήχους από blues, ragas, jaw-harp, παραμόρφωση κιθάρας και άλλα ηλεκτρονικά εφέ, όλα συνυφασμένα υπό την καθοδήγηση του μάνατζερ/παραγωγού Skip Taylor. Ακόμα μεγαλύτερο σε διάρκεια είναι το τραγούδι "Refried Boogie" που φτάνει τα 40 λεπτά  και είναι ζωντανά ηχογραφημένο στο Kaleidoscope.

Eπισης ηχογραφημένος στο Kaleidoscope την ίδια εποχή ήταν ο δίσκος που θα κυκλοφορούσε το 1971 με τον παραπλανητικό τίτλο "Live At Topanga Corral" (αργότερα μετονομάστηκε σε "Live at the Kaleidoscope"). Ο δίσκος κυκλοφόρησε από τη Wand records, αφού η Liberty Records δεν επιθυμούσε να κυκλοφορήσει ζωντανό δίσκο εκείνη την εποχή και ο μάνατζερ Skip Taylor δεν επιθυμούσε να καταθέσει αγωγή.

Οι Canned Heat έκλεισαν το 1968 με εντυπωσιακό τρόπο με μια πρωτοχρονιάτικη συναυλία στο Shrine Auditorium του Λος Άντζελες, με τον Bob Hite να βγαίνει στη σκηνή πάνω σε έναν ελέφαντα βαμμένο με μωβ φωσφοριζέ μπογιά.

Στο πρώτο ομώνυμο album τους Canned Heat το 1967 ‎υπάρχουν ορισμένα απο τα σημαντικότερα τραγούδια της blues σημειολογικά και άκρως συνδεδεμένα με την κουλτούρα αυτής της μουσικής όπως το Catfish Blues το Rollin' And Tumblin'και το Bullfrog Blues.

Το Bullfrog Blues είναι ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια .

Δεν ξέρω γιατί, αλλά είναι ένα τραγούδι με ίσως το ποιο απλό μήνυμα ( ξύπνησα σήμερα το πρωί με το bullfrog στο μυαλό μου ) αυτό περιλαμβάνει  όλο το νόημα ολο το συναίσθημα και τον κόσμο των μπλουζ ( για μένα μιλώ έτσι κι αλλιώς ) . Ο ρυθμός του τραγουδιού με τον εν λόγω ρυθμό της κιθάρας και το ταίριασμα των στίχων είναι ένα όμορφο σμίξιμο  που εμφανίζονται σε πολλά  blues τραγούδια.

Κάτι άλλο που βρίσκεται πίσω από αυτό το τραγούδι και που ίσως αυτό περνάει από πολλούς  αδιόρατα είναι ….ο λόγος βατράχων.

Και πριν με περάσετε για παλαβό θα εξηγήσω τι συμβαίνει.

Από την αρχαιότητα υπάρχει η ιδέα του βατράχου ως γυναίκα αρχέτυπο . Πολλές φορές ακόμα και σε αρχαίους λαούς το Bullfrog συμβόλιζε το αιδοίο η κάποιες φορές ακόμα και το ανδρικό σχήμα.

Ξύπνησα σήμερα το πρωί με το μωρό μου στο μυαλό μου … σε κατάσταση σεξουαλικής διέγερσης .

Παρακάτω ο στίχος εξηγεί ότι όλοι το έχουν νοιώσει.

Wellll!

My mama got em!

My dad got em!

My brother got em!

My sister got em!

Woke up this morning,

Grandma-papa had them too!

Yeah you know about that, that, I got them Bullfrog blues!

Τον Ιούλιο του 1969, λίγο πριν από το Woodstock, κυκλοφόρησε ο τέταρτος δίσκος τους με τίτλο "Hallelujah". To περιοδικό Melody Maker έγραψε : "Αν και λιγότερο φιλόδοξος από πρηγούμενες δουλειές τους, ο δίσκος παραμένει εντούτοις ένα εξαιρετικό άλμπουμ βασισμένο σε μπλουζ ήχους και οι Canned Heat παραμένουν το πιο πειστικό λευκό μπλουζ συγκρότημα". Ο δίσκος περιελάμβανε πολλές πρωτότυπες συνθέσεις και αυτοαναφορικούς στίχους, όπως το ''Time Was" του Wilson, αλλά και διασκευές όπως το "Sic 'em Pigs" (από το "Sic 'em Dogs" του Bukka White ) και το πρωτότυπο Canned Heat του Tommy Johnson.

Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του δίσκου ο Vestine αποχώρησε από το συγκρότημα έπειτα από έναν καβγά επί σκηνής με τον Larry Taylor στο Fillmore West. Το επόμενο βράδυ, αφού οι Canned Heat τζαμάρισαν τόσο με τον Mike Bloomfield όσο και τον Mandel, πρόσέφεραν και σους δύο τη θέση του Vestine, και ο Mandel ήταν αυτός που τελικά δέχτηκε.

Η νέα σύνθεση έπαιξε δυο βραδιές στο Fillmore προτού εμφανιστεί στο Woodsock στα μέσα του Αυγούστου.

Αφού έφτασαν στο χώρο του φεστιβάλ με ελικόπτερο, οι Canned Heat έπαιξαν το πιο διάσημο σετ τους τη δεύτερη μέρα του Woodstock, με τη δύση του Ήλιου. Το σετ περιελάμβανε και το "Going Up the Country" που έγινε και το τραγούδι των τίτλων του αντίστοιχου ντοκιμαντέρ το οποίο ωστόσο δεν περιελάμβανε καθόλου την εμφάνιση του συγκροτήματος. 

Το τραγούδι συμπεριλήφθηκε στον πρώτο (τριπλό) δίσκο από το Woodstock, ενώ ο δεύτερος δίσκος, το Woodstock 2, περιελάμβανε το "Woodstock Boogie". H εκτεταμένη επετειακή συλλογή για τα 25 χρόνια του Woodstock προσέθεσε το "Leaving This Town" ενώ το director's cut του ντοκιμαντέρ συμπεριέλαβε το "Leaving This Town" , αφήνοντας έτσι έξω μόνο το "Let's Work Together".

Πριν από την ευρωπαική περιοδεία στις αρχες του 1970, οι Canned Heat ηχογράφησαν το αλμπουμ Future Blues, με πέντε πρωτότυπες συνθέσεις και τρεις διασκευές. Ένα τραγούδι του Wilbert Harrison, το "Let's Work Together" επιλέχθηκε ως σινγκλ για την ευρωπαική αγορά ώστε να συμπέσει με την επικείμενη περιοδεία. Μετά από απαίτηση του συγκροτήματος η κυκλοφορία του στις Η.Π.Α καθυστέρησε ώστε να δώσει χρόνο στην αγορά στην αυθεντική εκδοχή.

Οι Canned Heat έκαναν μεγάλη επιτυχία με το "Let's Work Together" που αποτέλεσε το πρώτο τους τοπ τεν χιτ με φωνητικά από τον Bob "Bear" Hite.

Στο άλμπουμ πιάνο παίζει ο Dr John και ο ήχος ξεφεύγει από τις κλασικές μπλουζ φόρμες. Το εξώφυλλο ήταν αμφιλεγόμενο αφού παρουσίαζε μια αναποδογυρισμένη αμερικάνικη σημαία που αναστηλωνόταν στην επιφάνεια της σελήνης κατά τα πρότυπα της αναστήλωσης στην Ιwo Jima. H αναποδογυρισμένη σημαία ήταν ιδέα του Wilson και προέκυψε από τις οικολογικές του ανησυχίες και το φόβο του πως οι άνθρωποι θα μολύνουν το φεγγάρι όπως και τη γη όπως φαίνεται και από το τραγούδι του "Poor Moon"

Υλικό από την ευρωπαϊκή περιοδεία απάρτισε το δίσκο "Canned Heat '70 Concert Live In Europe" που αργότερα μετονομάστηκε απλά σε "Live in Europe". 'Ηταν ένας ζωντανός δίσκος που περιελάμβανε τραγούδια ηχογραφημένα σε διάφορες συναυλίες της περιοδείας φτιαγμένα έτσι όμως ώστε να δημιουργούν  στον ακροατή την αίσθηση πως πρόκειται για μια ενιαία συναυλία.

Παρόλο που το άλμπουμ πήρε καλές κριτικές και έφτασε μέχρι τη 15η θέση στην Αγγλία, είχε μονάχα περιορισμένη εμπορική επιτυχία στην Αμερική. Μετά την επιστροφή τους από την Ευρώπη το Μάιο του 1970, ένας καταβεβλημένος Larry Taylor άφησε το συγκρότημα για να παίξει με τον John Mayall (που είχε μετεγκατεσταθεί στο Laurel Canyon) ενώ τον ακολούθησε και ο Mandel.

Mε τον Taylor και τον Mandel εκτος, ο Vestine επέστρεψε στη κιθάρα πλαισιωμένος στο μπάσο από τον Antonio de la Barreda ο οποίος είχε παίξει για πέντε χρόνια με τον de la Parra στο Mexico City και είχε διατελέσει μέλος των Jerome and Sam & The Goodtimers.

Αυτή η σύνθεση μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει με τον John Lee Hooker τα κομμάτια που θα αποτελούσαν το διπλό άλμπουμ  Hooker 'n Heat. Το συγκρότημα ειχε πρωτοσυναντηθει με τον Hooker στο αεροδρόμιο του Πόρτλαντ στο Όρεγκον και ανακάλυψαν πως και οι δυο πλευρες ήταν οπαδοι της o ένας της δουλειάς του αλλου και αναπτύχθηκε φιλία μεταξύ τους, με τον Hooker να δηλώνει πως "ο Wilson είναι ο σπουδαιότερος παίχτης φυσαρμόνικας που έχει υπάρξει".

Το πλάνο των ηχογραφήσεων ήθελε τον Hooker να παίζει κάποια τραγούδια μόνος του ενώ θα ακολουθούσαν ντουέτα με τον Wilson στην κιθάρα ή το πιάνο. Στον υπόλοιπο δίσκο ακούγεται ο Hooker με τη συνοδεία του συγκροτήματος (εκτός του Hite που ανέλαβε χρέη συμπαραγωγού με τον Skip Taylor. To άλμπουμ ολοκληρώθηκε μετά το θάνατο του Wilson και αποτέλεσε τον πρώτο δίσκο του Hooker που μπήκε στα charts, φτάνοντας μέχρι την 73η θέση το Φεβρουάριο του 1971. Οι Hooker 'n Heat θα συναντιόντουσαν ξανά το 1978 για την ηχογράφηση ενός ζωντανού δίσκου στο Fox Venice Theatre του Λος Άντζελες ο οποίος κυκλοφόρησε το 1981 με τον τίτλο "Hooker 'n Heat, Live at the Fox Venice Theatre" από την Rhino Records. 

Επίσης, το 1989 οι Heat (με πολλούς ακομα ) φιλοξενήθηκαν στο δίσκο του Hooker, "The Healer".

Aμέσως μετά τις ηχογραφήσεις με τον John Lee Hooker, o εκκεντρικός Alan "Blind Owl" Wilson, ο οποίος έπασχε από κατάθλιψη, φέρεται να είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει οδηγώντας το αυτοκίνητό του εκτός δρόμου κοντά στο σπίτι του Bob Hite στο Topanga Canyon. Σε αντίθεση με άλλα μέλη του συγκροτήματος, ο Wilson δεν είχε μεγάλη επιτυχία με τις γυναίκες, γεγονός που τον είχε προβληματίσει βαθειά. Η κατάθλιψή του χειροτέρευε από την ανησυχία του για τις περιβαλλοντικές αλλαγές στον πλανήτη, προβληματισμοί που αντανακλούνται στους στίχους του. Λίγο πριν φύγουν για ένα φεστιβάλ στο Βερολίνο, στις 3 Σεπτεμβρίου του 1970, τα μέλη του συγκροτήματος ήταν συντετριμμένα όταν έμαθαν τα νέα για την αυτοκτονία του Wilson από κατάχρηση βαρβιτουρικών. Το πτώμα του βρέθηκε σε ένα λόφο κοντά στο σπίτι του Bob Hite και ο θάνατός του αποδόθηκε από τον de la Parra και τα υπόλοιπα μέλη σε αυτοκτονία.. Ήταν 27 ετών και ο θάνατός του ήρθε λίγες εβδομάδες πριν από το θάνατο του Jimi Hendrix και της Janis Joplin . παρολα αυτα και ο θάνατος του άφησε τόσα πολλά ερωτήματα… Οι σπουδαιότεροι θρύλοι της ροκ μουσικής άφησαν την τελευταία τους πνοή μυστηριωδώς σε ηλικία 27 ετών. Συγκυρία, λένε οι λογικοί. Κατάρα, απαντούν οι προληπτικοί. Το θέμα επανέφερε το βιβλίο «The 27s: The Greatest Myth Of Rock & Roll» των Τζος Χάντερ και Έρικ Σέγκαλσταντ.

 Η έκδοση έγινε best seller, καθώς επικεντρώνεται στις τελευταίες ώρες των μουσικών θρύλων πριν περάσουν στο Πάνθεον των αθανάτων.... Μια και αναφερόμαστε σε μια περίοδο μεγάλων κοινωνικών αλλαγών με καταλυτικό μέσο σε όλα αυτά που ακλούθησαν την μουσική, (την συγκεκριμένη μουσική), που αφύπνισε τις μάζες, που υποκινούσε το κόσμο να ξεχυθεί στους δρόμους, να διαδηλώσει, να συμπλακει με σκοπό να αλλάξουν τον κόσμο, η γενιά αυτή των είκοσιεφταριδων star της μουσικής, φαίνετε να τους αυτοκτόνησαν αποδίδοντας τους ότι ήταν υπερβολική η δόση, ή ότι δεν ήξεραν, ή ότι ήταν καντέμηδες, έτσι και στην περίπτωση του Wilson η επίσημη εκδοχή αναφέρει ότι ο θάνατός του προήλθε από άγνοια στη δοσολογία... μόνο που η δοσολογία που ανιχνεύτηκε στο αίμα του ήταν ικανή να σκοτώσει ελέφαντα. 

Ο λόγιος ακαδημαϊκού επιπέδου της blues, που οι περισσότεροι τον θυμούνται σαν ένα εσωστρεφή νεαρό με με μεγάλη έλλειψη αυτοεκτίμησης,  πρέπει να τον θυμόμαστε, σαν ένα σκαπανέα και μια μουσική ιδιοφυΐα της blues μουσικής, που σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα  πρόσφερε τόσα πολλά.

Μια ακόμη ιστορία που θα ήθελα να αναφερθώ για τον Alan Wilson κάνοντας μια σημαντική αναδρομή στο παρελθόν που δεν πρέπει να αγνοούμε. Eίναι μια ιστορία με τον Son House.

Το ιστορικό υπόμνημα αναφέρει ότι το 1928 ο Son House καταδικάστηκε για τη δολοφονία ενός άνδρα, με τις συνθήκες του περιστατικού να παραμένουν ασαφείς.

Ο Son House έπειτα από συνοπτικές διαδικασίες τοποθετήθηκε στο μοναδικό υψίστης ασφαλείας σωφρονιστήριο του Μισισιπή, από το οποίο όμως ελευθερώθηκε λίγο αργότερα.

Το 1930 εγκαταστάθηκε στην πόλη Λούλα του Μισισιπή όπου συνεργάστηκε με τον Τσάρλι Πάτον και τον Γουίλι Μπράουν, περιοδεύοντας μαζί τους στον αμερικανικό νότο. Τον ίδιο χρόνο ηχογράφησε για πρώτη φορά, για τη δισκογραφική εταιρεία της Paramount, κληροδοτώντας αξιοσημείωτες συνθέσεις όπως τα Preachin’ the Blues, Dry Spell Blues και My Black Mama. Το 1942 εγκατέλειψε την περιοχή του Δέλτα του Μισισιπή και εγκαταστάθηκε στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης, απέχοντας από τα μουσικά δρώμενα, καθώς η φήμη του εξασθένισε σημαντικά.

Πέρασαν 20 ολάκαιρα χρόνια, ενώ πολλοί τον είχαν για νεκρό, αυτός ήταν μίλια μακριά, στην Νέα Υόρκη, δουλεύοντας σαν αχθοφόρος.

Εκεί στην Νέα Υόρκη, εντελώς τυχαία, τον είδε ένας άλλος μεγάλος καλλιτέχνης της blues ο Buka White, ο όποιος δεν πίστευε στα μάτια του, σημαίνοντας συναγερμό.

Ήταν το 1964,όταν ο Al Wilson,  έγινε η αιτία ο Son House, να εμφανιστεί στο blues and folk festival του Νιούπορτ και όχι μόνο αυτό αλλά να ξεκινήσει για άλλη μια φορά στην ζωή  του μια νέα σελίδα.

Στο πλευρό του πάντα , ο Al Wilson των Canned Heat,  τον προετοίμασε, μια και είχε να παίξει για πολλά χρόνια. Επανήλθε στο προσκήνιο ανανεώνοντας το ενδιαφέρον του κόσμου για το είδος των φολκ μπλουζ, ηχογραφώντας ξανά — με σημαντικότερο το δίσκο -Father of the Folk Blues-.

Ο Son House έγινε είδωλο σε ολόκληρο τον κόσμο και μια σημαντική φιλία αναπτύχθηκε ανάμεσα σε αυτούς τους δύο εξαιρετικούς μουσικούς, μέχρι το Σεπτέμβριο του 1970 όπου ο Alan Christie Wilson σε ηλικία μόλις 27 ετών έφυγε για την -Μπάντα του Ουρανού-

Το κενό που άφησε ο θάνατος του Wilson  κλήθηκε να καλύψει ο Joel Scott Hill, που είχε παίξει προηγουμένως με τους Strangers και αργότερα με τον Moby Grape,. Το συγκρότημα είχε κλείσει χρόνο στο στούντιο και είχε υπογράψει συμβόλαιο για περιοδεία μέχρι το Σεπτέμβρη. Εκείνο το φθινόπωρο περιόδευσαν σε Αυστραλία και Ευρώπη και στα πλαίσια αυτής της περιοδείας έκαναν μία εμφάνιση στο τηλεοπτικό πρόγραμμα Piknik στο Baarn της Ολλανδίας ενώ το ακόλουθο καλοκαίρι εμφανίστηκαν στο φεστιβάλ Turku της Φινλανδίας. Αυτές οι εμφανίσεις ηχογραφήθηκαν αλλά δεν κυκλοφόρησαν παρά πολύ αργότερα με τους δίσκους "Live at Turku Rock Festival" το 1995 και "Under the Dutch Skies 1970–74 in 2007"  (που περιελάμβανε τρεις διαφορετικές περιοδείες). Στο τέλος του 1971 κυκλοφόρησε το άλμπουμ "Historical Figures and Ancient Heads" . Στο τραγούδι "Rockin' with the king" (γραμμένο από τον Skip Taylor) ακούγεται ένα ντουέτο του Hite με τον Little Richard στα φωνητικά ενώ κιθάρα παίζουν τόσο ο Vestine όσο και ο Joel Scott Hill.

Η σύνθεση των Hite, Vestine, Scott-Hill, de la Barreda και  de la Parra δεν κράτησε καθώς στο συγκρότημα επικρατούσε αναταραχή. Η συμπεριφορά των Scott-Hill και de la Barreda δεν ταίριαζε με των υπολοίπων  και ο de la Parra αποφάσισε να παραιτηθεί. Ο  Bob Hite τον έπεισε να αλλάξει γνώμη και τελικά παραιτήθηκαν οι Scott-Hill και de la Barreda.

Οι αντικαταστάτες τους ήταν ο James Shane στα φωνητικά και τη ρυθμική κιθάρα, ο Ed Beyer στα πλήκτρα και ο Richard Hite, αδερφός του Bob Hite, στο μπάσο. Με αυτή υη σύνθεση ηχογράφησαν τον τελευταίο τους δίσκο για την Liberty/United Artists Records, το "New Age",που κυκλοφόρησε το 1973. Στο δίσκο περιλαμβανόταν το τραγούδι που έγινε ο ύμνος των μηχανόβιων, το "The Harley-Davidson Blues", γραμμένο από τον James Shane. Το τοπίο των τελών της δεκαετίας του '60 άλλαζε ραγδαία, εντούτοις το συγκρότημα ξεκίνησε μια ακόμα ευρωπαική περιοδεία  στα πλαίσια της οποίας ηχογράφησαν μία εμφάνιση με τον Memphis Slim στο Παρίσι που κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο "Memphis Heat". Ενώ βρίσκονταν στο Παρίσι ηχογράφησαν ακόμα με τον Clarence "Gatemouth" Brown για το δισκο "Gates On The Heat" Οπτικοακουστικό υλικό από αυτή την περίοδο μπορει κανείς να δει στο DVD "Canned Heat Live at Montreux" που κυκλοφόρησε το 2004.

Ο de la Parra γράφει πως το συγκρότημα, προκειμένου να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες που ειχαν προκύψει. Με πάνω από 30.000 δολάρια συσσωρευμένο χρέος, ο Skip Taylor αναγκάστηκε να παραχωρήσει με συμβόλαιο τα ποσοστά από τις μελλοντικές κυκλοφορίες στην Liberty/United Artists και να μεταπηδήσει στην Atlantic Records.

Αφού ξεκίνησαν με μια κακή αρχική εντύπωση στην καινούρια τους εταιρία - όπου οι Hite και Vestine ήρθαν στα χέρια εξαιτίας ενός μηχανήματος που έδινε γλυκά με κέρματα - οι Heat κυκλοφόρησαν το δίσκο "One More River To Cross" το 1973. Με τους Roger Hawkins και  Barry Beckett στην παραγωγή ο δίσκος ειχε σαφώς διαφορετικό ήχο και εισήγαγε τα πνευστά Muscle Shoal Horns.

 Στην ακόλουθη περιοδεία προστέθηκαν και οι Clifford Solomon και Jock Ellis για να συνεισφέρουν στο νέο ήχο του συγκροτήματος. Απών από το συγκρότημα εκείνη την εποχή ήταν ο μάνατζερ Skip Taylor, o οποίος γινόταν όλο και πιο απόμακρος για να αποχωρήσει τελικά αφού το συγκρότημα υπέγραψε στην Atlantic. O παραγωγός της Antlantic, Tom Dowd, προσπάθησε να "βγάλει" ένα ακόμα άλμπουμ από τους Canned Heat όμως τα ναρκωτικά και το αλκοόλ είχαν ήδη επιδεινώσει τα πράγματα. Αν και ηχογραφήθηκε ένας ακόμα δίσκος το 1974 (με τη συμμετοχή του πρώην μέλους Mandel), η Αntlantic ειχε ήδη λήξει τη συνεργασία της με τους Heat προτού κυκλοφορήσει ο δίσκος ο οποίος βγήκε τελικά δεκαετίες αργότερα, το 1997, με τον τίτλο "The Ties That Bind".

Λίγο αργότερα, ο νέος μάνατζερ Howard Wolf κανόνισε μία εμφάνιση στο   Mammoth Ski Resort της Καλιφόρνια. Σε μία έκρηξη οργής ο Bob Hite ξέσπασε στο πλήθος. Ως αποτέλεσμα, και προς απογοήτευση του Vestine, οι James Shane και Ed Beyer εγκατέλειψαν το συγκρότημα.

Τις θέσεις τους κλήθηκαν να καλύψουν οι Gene Taylor στο πιάνο και ο Chris Morgan στην κιθάρα, που προσχώρησαν στους Heat στα τέλη του 1974. Ο Taylor αποχώρησε το 1976 έπειτα από μια διαφωνία που προέκυψε κατά τη διάρκεια της γερμανικής περιοδειας, κι έπειτα από μια σύντομη θητεία του Stan Webb (των Chicken Shack), ο Mark Skyer έγινε ο νέος κιθαρίστας.

Εντωμεταξύ, το συγκρότημα είχε προχωρήσει σε μια συμφωνία με την Takoma Records και με αυτή τη σύνθεση ηχογράφησαν το δίσκο "Human Condition" το 1977. Παρά τη συμμετοχή και των Chambers Brothers, ο δίσκος δε σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία, γεγονός που οφείλεται κυρίως στη μεγάλη δημοτικότητα της ντίσκο μουσικής στα τέλη του '70. Σύντομα ξέσπασαν νέες διαφωνίες και οι Mark Skyer, Chris Morgan και Richard Hite αποχώρησαν από το συγκρότημα. Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Bob Hite βρήκε έναν καινούριο μπασίστα με τον οποίο είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις, τον Richard Exley το παίξιμο του οποίου με το προηγούμενο συγκρότημά του, τους Montana, τον είχε εντυπωσιάσει. Ο Exley περιόδευσε με τους Heat για το υπόλοιπο της χρονιάς και συνεργάστηκε με τον Hite, με τον οποίο είχαν στενή φιλία, για την περιοδεία  Texas Bicentennial Comeback Tour του 1976.

 Έπειτα από έναν καυγά όμως με τον Hite σχετικά με την εκτεταμένη χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ από τον Hite πάνω στη σκηνή, ο Exley παραιτήθηκε απηυδισμένος  για να προσχωρήσει στους Texas Heartbreakers στα τέλη της χρονιάς. Εντούτοις, επέστρεφε ανά περιόδους, ως χάρη προς τον Hite, για να βοηθήσει το συγκρότημα στις περιοδείες όσο αυτό αντιμετώπιζε δυσκολία στο να βρει μόνιμα μέλη εν μέσω μάλιστα των καταχρήσεων. 

O Exley έχει δηλώσει για τη θητεία του στους Heat "κανείς δε θυμάται το μπασιστα...!". Έτσι, τα μόνιμα μέλη των Canned Heat απέμειναν κατουσίαν ο Hite και ο de la Parra.

Τα μπλουζ γνώρισαν μια δευτερη άνθηση στα τέλη του 70, αρχές 80, με την κυκλοφορία της μουσικής ταινίας ''Bluesbrothers"(1980), με πρωταγωνιστές τους Dan Aykroyd και John Belushi.

Αυτή την περίοδο, ο de la Parra ειχε αποκτήσει μερίδιο στο στούντιο του ανατολικού Χόλυγουντ, στο οποίο δούλευε ξανά με τον πρώην συνεργάτη του Larry "The Mole" Taylor. Ο Taylor ειχε επαφές με το βιρτουόζο κιθαρίστα   Mike "Hollywood Fats" Mann και το βιρτουόζο πιανίστα Ronnie Barron και έτσι και δεν πέρασε καιρός μέχρι και οι τρεις τους να βρεθούν μαζί στους Heat.

H σύνθεση αυτή ονομάστηκε  από τους Hite και Mann ως "Burger Brothers", σύντομα όμως ο Barron αποχώρησε έπειτα από ένα καυγά με τον Taylor και τη θέση του στο πιάνο πήρε ο τυφλός πιανίστας Jay Spell.

Οι Burger Brothers έπαιξαν στη δέκατη επέτειο του Woodstock στο Parr Meadows το 1979. Μια ηχογράφηση αυτής της συναυλίας εμφανίστηκε το 1995,μέσω του Barry Ehrmann (γνωστός από την εκπομπή King Biscuit Flower Hour), με  τον τίτλο "Canned Heat in Concert" (o de la Parra θεωρεί πως πρόκειται για την καλύτερη live κυκλοφορία του συγκροτήματος). 

Μια ακόμη ηχογράφηση έγινε για την Cream Records που επιθυμούσε ένα πιο R 'n B ήχο από αυτόν που ειχαν οι Heat εκείνη την εποχή. Αυτό βρήκε αντίθετο τον Hollywood Fats και ο Mike Halby κλήθηκε να ολοκληρώσει την ηχογράφηση, η οποία εντούτοις δεν κυκλοφόρησε παρά το 1981 όταν ο Tony de la Barreda, πρώην μέλος, την κυκλοφόρησε μέσω της RCA ως tribute υπό τον τίτλο "In Memory Of Bob "The Bear" Hite 1943-1981—"Don't Forget To Boogie". Μετά από μια παρεξήγηση με τους Hite και de la Parra, oι Taylor και Mann δεν ήταν ευχαριστημένοι με τη μουσική κατεύτθυνση του συγκροτήματος και αποχώρησαν τελικά για να επικεντρωθούν στους Hollywood Fats Band. Ο Jay Spell όμως παρέμεινε και έφερε τον Jon Lamb στο μπάσσο, ο Mike Halby έγινε πλήρες μέλος ενώ ο Vestine, με μακρόχρονη θητεια στην κιθάρα παλαιότερα, επέστρεψε στο συγκρότημα του οποίου ηγούταν οι Hite και de la Parra. Xωρίς τον Howard Wolf πια στη θέση του μάνατζερ, ο Eddie Haddad έκλεισε ασταμάτητες περιοδείες σε στρατιωτικές βάσεις σε Η.Π.Α, Ευρώπη και Ιαπωνία. Επιστρέφοντας από αυτή την κουραστική περιοδεία με λίγα μονάχα χρήματα, ο Jay Spell εγκατέλειψε το συγκρότημα. Ο Jon Lamb παρέμεινε για μια ακόμη περιοδεία στο νότο και λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1980,(και στερούμενος τις "παράνομες" καταβολές των υπολοίπων) παραιτήθηκε. Ήδη και ο Hite ειχε αρχίσει να απογοητεύεται. Έκανε μία ακόμη προσπάθεια προσλαμβάνοντας για μάνατζερ ένα μεγαλόσωμο ενθουσιώδη μηχανόβιο με το παρατσούκλι "The Push" ποντάροντας στη δημοφιλία της μπάντας στην κοινότητα των μηχανόβιων για να τους δώσει νέα ώθηση.

 Με το νέο μπασίστα Ernie Rodriguez στις τάξεις τους, οι Canned Heat ηχογράφησαν το 1981 το δίσκο "Kings of the Boogie", τον τελευταίο τους δίσκο με τη συμμετοχή του Hite σε κάποια από τα τραγούδια.

  Στις 5 Απριλίου του 1981, αφού κατέρρευσε από υπερβολική δόση ηρωίνης κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας στο Palomino του Λος Άντζελες, ο Bob Hite βρέθηκε στη συνέχεια νεκρός στο σπίτι του de la Parra στο Mar Vista σε ηλικία 38 ετών.

Ο θάνατος του Hite ήταν ένα μεγάλο πλήγμα που πολλοί πίστεψαν πως θα είναι και το τελειωτικό για τη μπάντα. Όμως ο de la Parra κράτησε το συγκρότημα ζωντανό και κατάφερε μέσα στις επόμενες δεκαετίες να το επαναφέρει στην επιτυχία. Μια περιοδεία στην Αυστραλία είχε ήδη κλείσει πριν το θάνατο του Hite και ο Rick Kellog στη φυσαρμόνικα βοήθησε να ολοκληρωθούν οι ηχογραφήσεις του "Kings of the Boogie". H πρώτη σύνθεση των Heat χωρίς τον Hite πήρε το παρατσούκλι "Mouth Band" από τον Vestine, και σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην Αυστραλία, ειδικά στους κύκλους των μηχανόβιων. Υπό την καθοδήγηση του "The Push", το συγκρότημα ξεκίνησε μια περιοδεία σε μπαρ μοτοσικλετιστών στην Αμερική και ξεκίνησε τα γυρίσματα ενός βίντεο με τον τίτλο "The Boogie Assault", με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους Canned Heat και μέλη των Hell's Angels από το παράρτημα του Σαν Φρανσίσκο.

Eνώ τα γυρίσματα του βίντεο καθυστερούσαν ο Vestine μεθυσμένος έμπλεξε σε ένα καυγά με τον Ernie Rodriguez και βρέθηκε και πάλι εκτός συγκροτήματος για να αντικατασταθεί αυτή τη φορά από τον Walter Trout.

Επειτα από μια περιοδεία με τον John Mayall, και ενώ τα γυρίσματα του "The Boogie Assault" συνεχίζονταν, ο de la Parra αναγκάστηκε να απολύσει τον "Push" αλλά παρόλα αυτά τέλειωσε τα γυρίσματα του βίντεο και κυκλοφόρησε και μια ζωντανή ηχογράφηση από την Αυστραλιανή περιοδεία του 1982  υπό τον ίδιο τίτλο (ο δίσκος αυτός επανακυκλοφόρησε αργότερα ως ".Live In Australia and Live In Oz"). Και αυτή η σύνθεση των Heat διαλύθηκε έπειτα από ένα καυγά του Mike Halby με τον de la Parra μετά την ηχογράφηση του EP "Heat Brothers" το 1984.

Στη δεκαετία του 80 υπήρξε αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το είδος της μουσικής που έπαιζαν οι Ηeat και έτσι παρά τις τραγωδίες του παρελθόντος και τη μόνιμη αστάθεια που επικρατούσε στις τάξεις του συγκροτήματος, οι Heat εμφανίστηκαν αναζωογονημένοι. Το 1985 ο Trout έφυγε για να παίξει με τους Bluesbreakers του John Mayall και ο Vestine επέστρεψε και έφερε μαζί του τους ταλαντούχους James Thornbury από το Όρεγκον στη slide guitar και τα φωνητικά και τον Skip Jones στο μπάσο. Το δίδυμο πήρε το παρατσούκλι "Nuts and Berries" από τον de la Parra εξαιτίας της αδυναμίας του στο οργανικό φαγητό. Σύντομα επέστρεψαν και τα πρώην μέλη Larry Taylor (αντικατέστησε τον Jones) και Ronnie Barron. Διάφορες εκδοχές αυτής της σύνθεσης ηχογράφησαν το ζωντανό δίσκο "Boogie Up The Country" από το Kassel της Γερμανίας το 1987 και συμμετείχαν στη συλλογή "Blues Festival Live in Bonn '87 Vol 2". Ο Barron, όπως και προηγουμένως, δεν κράτησε πολύ στο συγκρότημα όπως άλλωστε και ο Vestine o οποίος αποχώρησε ύστερα από πιέσεις του Larry Taylor. O αντικαταστάτης του Vestine ήταν ο Junior Watson, το στυλ του οποίου θύμιζε τον Hollywood Fats (ο οποίος είχε πεθάνει το 1986) και ταίριαζε απόλυτα με το ύφος της μπάντας, όπως φαίνεται στο δίσκο "Reheated" που έτυχε θερμής υποδοχής. Δυστυχώς ο δίσκος κυκλοφόρησε μονο στη Γερμανία το 1988 μετά από διαφωνίες με τη δισκογραφική εταιρία Chameleon Music Group. Το 1990 η σύνθεση των  James T, Taylor, Watson και de la Parra που έπαιξε στο δίσκο "Would-Be", ηχογράφησε επίσης και έναν ακομα δισκο ηχογραφημένο στην Αυστραλία με τον τίτλο "Burnin' Live".

Αυτή η σύνθεση διαλύθηκε στις αρχές του 1990 όταν ο Junior Watson ακλούθησε διαφορετικό δρόμο, για να επανέλθει ο Mandel στο συγκρότημα, φέρνοντας μαζί του τον Ron Shumake στο μπάσσο ωστε να πάρει λίγο βάρος από τις πλάτες του Larry Taylor. O Mandel αποχώρησε έπειτα από λίγες περιοδείες και τη θέση του στα φωνητικά και την κιθάρα πήρε η Becky Barksdale για μια σειρά περιοδειών στη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Χαβάη, δεν έμεινε όμως για κάτι περισσότερο. Στα υπόψη ήταν και ο Smokey Hormel, έπαιξε όμως μόνο μία συναυλία με τους Heat προτού η 'ένταση ανάμεσα στον de la Parra και τον Larry Taylor κατέληξε με τον δεύτερο να αποχωρεί παίρνοντας μαζί του και τον Hormel.

Οι αλλαγες συνεχίστηκαν καθώς οι Vestine και Watson επέστρεψαν και αποτέλεσαν τη σύνθεση του "Heavy Artillery". Πολλά πρώην μέλη, όπως οι Mandel, Barron και Taylor συνέβαλαν στην προσπάθεια του de la Para για τη δημιουργία του δίσκου "Internal Combustion" που κυκλοφόρησε το 1994. 

Η κυκλοφορία του δίσκου ήταν όμως περιορισμένη εξαιτίας της διαφωνίας του Skip Taylor (που επέστρεψε ως μάνατζερ) με την Red River Records. Το 1995, ο James Thornbury, μετά από δέκα χρόνια θητείας έφυγε σε φιλικό κλίμα για να επικεντρωθεί στην οικογένειά του στο New South Wales της Αυστραλίας. Τη θέση του πήρε ο Robert Lucas. Το 1996 επέστρεψε ο Mandel και έφυγε ο Shumake, και αφού η θέση του μπασίστα καλύφθηκε προσωρινά από τον Mark "Pocket" Goldberg κατέληξε στον Greg Kage .Μετά από τη συμφιλίωση με τον Larry Taylor κυκλοφόρησαν το δισκο "Canned Heat Blues Band" το 1996.

 Στις 20 Οκτωβρίου του 1997, μετά και την τελευταία συναυλία της ευρωπαϊκής περιοδείας, ο  Vestine άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι, κουρασμένος και χτυπημένος απ'τον καρκίνο. Ο Taylor και ο Watson στη συνέχεια εγκατέλειψαν το συγκρότημα.

Oι Canned Heat διατήρησαν τη δημοτικότητά τους σε ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις καθώς και στην Αυστραλία. Στο Βέλγιο ειδικά, έχουν ένα ιδιαίτερα αφοσιωμένο κοινό, κυρίως χάρη στον Walter de Paduwa, γνωστό ως Dr. Boogie, που θεωρείται από το συγκρότημα ως ο "επίσημος χρονογράφος" τους. Έχει βοηθήσει τον de la Parra στη στοιχειοθέτηση και την παραγωγή των συλλογών "The Boogie House Tapes Vol. 1" το 2000, "The Boogie House Tapes Vol. 2" το 2004 και "Dr. Boogie Presents Rarities from the Bob Hite Vaults" το 2008, όλες με σπάνιες και ακυκλοφόρητες ηχογραφήσεις των Heat. H εβδομαδιαία κυριακάτικη εκπομπή του Dr. Boogie στο σταθμό  Radio Classic 21 εδώ και μια δεκαετία ξεκινά σχεδόν πάντα με κάποιο τραγούδι των Heat. Oι πρόσφατες δουλειές των Heat περιλαμβάνουν τους δίσκους "Boogie" (2000) και "Friends In The Can" (2003) στους οποίους συμμετέχουν πολλοί καλεσμένοι όπως οι John Lee Hooker, Taj Mahal, Trout, Corey Stevens, Roy Rogers, Mandel, Larry Taylor, Vestine.

Ο Eric Clapton και ο Dr. John συμμετειχαν στο "Christmas Album" του 2007. Τον Ιούλιο του 2007 κυκλοφόρησε το ντοκιμαντέρ "Boogie with Canned Heat: The Canned Heat Story" καθώς και η βιογραφία του Wilson," Blind Owl Blues " από τη Rebecca Davis Winters.

 Ως το 2000 ο Robert Lucas ειχε αποχωρήσει και οι Canned Heat αποτελούνταν πλέον από τους Dallas Hodge (κιθάρα, φωνητικά),  John Paulus (κιθάρα) και Stanley "Baron" Behrens (σαξόφωνο, φλάουτο). Ο Lucas επέστρεψε την άνοιξη του 2005 για να ξαναφύγει το φθινόπωρο του 2008. Πέθανε στις 23 Νοεμβρίου του 2008, από υπερβολική δόση ναρκωτικών, στο σπίτι ενός φίλου του στο Long Beach της Καλιφόρνια. Άλλα μέλη που απεβίωσαν πρόσφατα είναι ο μπασίστας Richard Hite, αδερφός του Bob Hite, που πέθανε σε ηλικία 50 ετών από επιπλοκές από καρκίνο στις 22 Σεπτεμβρίου του 2001 και ο πρώην μπασιστας Antonio de la Barreda που πέθανε από ανακοπή καρδιάς στις 19 Φεβρουαρίου του 2009.

Από τα τέλη του 2008 έως την άνοιξη του 2010 η σύνθεση περιελάμβανε τους Dale Spalding (κιθάρα, φυσαρμόνικα και φωνητικά), Barry Levenson (κιθάρα), Greg Kage (μπάσσο) και τον κλασσικό ντράμερ και ηγέτη του συγκροτήματος de la Parra που είχε απομείνει από παλιότερες συνθέσεις. O Mandel και ο Larry Taylor περιοδευσαν με τους Heat το καλοκαίρι του 2009 στην περιοδεία Heroes of Woodstock Tour για τον εορτασμό των 40 χρόνων απο το φεστιβάλ του Woodstock.

To 2010 oι Mandel και Τaylor αντικατέστησαν και επίσημα τους Kage και Levenson και από το 2012 αυτή η σύνθεση (de la Parra, Taylor, Mandel, και Spalding) συνεχίζει να περιοδεύει τακτικά.

Τον Οκτώβριο του 2012 κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας σε φεστιβάλ της Γαλλίας, Ισπανίας και Ελβετίας ο Randy Resnick κλήθηκε να αντικαταστήσει τον Harvey Mandel που αναγκάστηκε να αφήσει την περιοδεία εξαιτίας ενός έκτακτου οικογενειακού περιστατικού. Ο Resnick έκανε δυο εμφανίσεις με τους Canned Heat, στις 4 και 5 Οκτωβρίου, όμως έπρεπε να αποχωρήσει λόγο πρότερων επαγγελματικών δεσμεύσεων.  Ο de la Parra κατάφερε να εξασφαλίσει τον John Paulus ο οποίος πέταξε από το Πόρτλαντ για να τελειώσει την περιοδεία.  

Το Σεπτέμβριο του 2013, ο John Paulus έκατσε ακόμα μια φορά στη θέση του Harvey Mandel στο φεστιβάλ The Southern Maryland Blues Festival.

H σημερινή σύνθεση των Canned Heat δεν περιλαμβάνει κανένα μέλος από την αυθεντική σύνθεση του 1965…

ΜΠΑΓΙΑΣΤΑΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ & ΜΑΡΙΟΣ ΑΚΡΙΒΟΣ